ἄεθλος

ἄεθλος
ἄεθλος (ᾰελτ;γτ;-, ᾰε̄-, αε-. masc. guaranteed, O. 1.84, P. 4.165)
1 contest

ἀέθλων γἕνεκεν O. 1.99

ὦ Κρόνιε παῖ Ῥέας, ἕδος Ὀλύμπου νέμων ἀέθλων τε κορυφάν O. 2.13

νέοις ἐν ἀέθλοις O. 2.43

μνᾶμα τῶν Οὐλυμπίᾳ κάλλιστον ἀέθλων O. 3.15

μεγάλων ἀέθλων ἁγνὰν κρίσιν O. 3.21

τεαὶ γὰρ ὧραι μ' ἔπεμψαν μάρτυῤ ἀέθλων O. 4.3

ὑπὸ βουθυσίαις ἀέθλων τε πεμπαμέροις ἁμίλλαις O. 5.6

τεθμόν τε μέγιστον ἀέθλων O. 6.69

μοῖράν τ' ἀέθλων O. 6.79

μᾶτερ ὦ χρυσοστεφάνων ἀέθλων Οὐλυμπία O. 8.1

ἐξ ἱερῶν ἀέθλων μέλλοντα ποθεινοτάταν δόξαν φέρειν O. 8.64

ἱεροῖς ἐν ἀέθλοις O. 13.15

ἐστεφάνωσε κυδίμων ἀέθλων πτεροῖσι χαίταν O. 14.24

ἀέθλων Πυθίων P. 3.73

γυίων ἀέθλοις ἐπεδείξαντο κρίσιν P. 4.253

ἐξ ἀγλαῶν ἀέθλων P. 5.53

νικαφόροις ἐν ἀέθλοις P. 8.26

καλλίσταν πόλιν ἀμφέπει κλεινάν τ' ἀέθλοις P. 9.70

ἐν Ὀλυμπίοισί τε καὶ βαθυκόλπου Γᾶς ἀέθλοις ἔν τε καὶ πᾶσιν ἐπιχωρίοις P. 9.102

σὺν δ' ἀέθλοις

ἐκέλευσεν διακρῖναι ποδῶν P. 9.115

γεύεται γὰρ ἀέθλων P. 10.7

μεγάλων δ' ἀέθλων Μοῖσα μεμνᾶσθαι φιλεῖ N. 1.11

ὅσσα δ' ἀμφ ἀέθλοις, Τιμοδημίδαι ἐξοχώτατοι προλέγονται N. 2.17

τέσσαρας ἐξ ἀέθλων νίκας ἐκόμιξαν N. 2.19

ἀεξιγυίων ἀέθλων κάρυξ ἑτοῖμος ἔβαν N. 4.73

Νεμέας ἐξ ἐράτων ἀέθλων N. 6.12

ἀγών τοι χάλκεος δᾶμον ὀτρύνει ποτὶ βουθυσίαν Ἥρας ἀέθλων τε κρίσιν (i. e. the Hekatombaia at Argos.) N. 10.23

ἐν Πυθῶνι πειρᾶσθαι καὶ Ὀλυμπίᾳ ἀέθλων. N. 11.23

ἐπεὶ στεφάνους ἓξ ὤπασεν Κάδμου στρατῷ ἐξ ἀέθλων (sc. Ἰσθμός.) I. 1.11 ὃς δ' ἀμφ ἀέθλοις ἢ πολεμίζων ἄρηται κῦδος ἁβρόν, I. 1.50

εὐτυχήσαις ἢ σὺν εὐδόξοις ἀέθλοις ἢ σθένει πλούτου I. 3.1

ἔν τ' Ἀδραστείοις ἀέθλοις Σικυῶνος I. 4.26

καὶ δεύτερον ἆμαρ ἐτείων τέρμ' ἀέθλων γίνεται, ἰσχύος ἔργον (Er. Schmid: ἀέθλων τέρμα codd.: i. e. the Theban Iolaia) I. 4.67

ἔν τ' ἀγωνίοις ἀέθλοισι ποθεινὸν κλέος ἔπραξεν I. 5.7

καὶ Νεμέᾳ ἀέθλων ὅτι κράτος ἐξεῦρε I. 8.5

ταμίαι τε σοφοὶ Μοισᾶν ἀγωνίων τ' ἀέθλων I. 9.8

διαγινώσκομαι μὲν ἀρεταῖς ἀέθλων Ἑλλανίσιν (hypallage: exploits in the games of Greece.) Pae. 4.22
b met. contest, task

ἐμοὶ μὲν οὗτος ἄεθλος ὑποκείσεται O. 1.84

τοῦτον ἄεθλον ἑκὼν τέλεσονP. 4.165

καὶ τάχα πείρατ' ἀέθλων δείκνυεν πατρωίων P. 4.220

θηρός, ὃν πάμπρωτον ἀέθλων κτεῖνά ποτ ἐν Νεμέᾳ” Herakles speaks of the Nemean lion I. 6.48

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἄεθλος — ἆθλος contest masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άθλος — Αγώνας σε περίοδο πολέμου όσο και σε καιρό ειρήνης. Συναγωνισμός, άμιλλα για την κατάκτηση επάθλου. Κατόρθωμα μετά από μεγάλη προσπάθεια και κόπο. Ο όρος χρησιμοποιείται συνήθως για να υποδηλώσει τα κατορθώματα των μυθικών ηρώων της αρχαιότητας… …   Dictionary of Greek

  • au̯ē-11 (u̯e-d(h)-?) —     au̯ē 11 (u̯e d(h) ?)     English meaning: to try, force     Deutsche Übersetzung: ‘sich mũhen, anstrengen”?     Material: Solmsen Unters. 267 f. connects O.Ind. vüyati, tē “ gets tired, is exhausted, tires “ with Gk. ἄεθλος “ drudgery,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • -θλον — επίθημα τής Αρχαίας Ελληνικής που μαρτυρείται σε μικρό αριθμό λέξεων, από τις οποίες ορισμένες απαντούν μέχρι σήμερα. Το θ τού επιθήματος είναι το ίδιο με αυτό που απαντά στα θμο και θρο , αλλά δεν είναι γνωστό αν πρόκειται για προσδιοριστικό τής …   Dictionary of Greek

  • άεθλον — ἄεθλον, το και ἄεθλος, ο (Α) επικοί και ιωνικοί τύποι αντί ἆθλον*, ἆθλος* …   Dictionary of Greek

  • άθλο — το (Α ἆθλον και ασυναίρ. ἄεθλον) βραβείο, έπαθλο, γέρας νεοελλ. (συνήθως στον πληθυντικό ειρωνικά) τα άθλα, κατορθώματα, αξιοκατάκριτες πράξεις αρχ. 1. βραβείο σε αγώνα, βραβείο, επιβράβευση, αμοιβή 2. άθλος, αγώνας, επίπονη προσπάθεια, πάλη 3.… …   Dictionary of Greek

  • αέθλιος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Δία ή του Αίολου και της Πρωτογένειας, κόρης του Δευκαλίωνα και της Πύρρας. Πατέρας του βασιλιά της Ήλιδας Ενδυμίωνα. Προστάτης των αγώνων. 2. Εγγονός του προηγούμενου, γιος του Ενδυμίωνα από την Υπερίππη …   Dictionary of Greek

  • αεθλονικία — ἀεθλονικία, η (Α) νίκη σε αγώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄεθλος + νίκη] …   Dictionary of Greek

  • αεθλοσύνη — ἀεθλοσύνη, η (Μ) [ἄεθλος] αγώνας, άμιλλα …   Dictionary of Greek

  • πένταθλο — Άθλημα σύνθετο από πέντε αγωνίσματα. Στην αρχαία Ελλάδα, όπου δημιουργήθηκε, περιλάμβανε άλμα, δίσκο, δρόμο, ακόντιο και πάλη. Σήμερα, το π. των αντρών, περιλαμβάνει άλμα σε μήκος, ακόντιο, δρόμο 200 μ., δισκοβολία και δρόμο 1.500 μ. Το γυναικείο …   Dictionary of Greek

  • πανάεθλος — πανάεθλος, ον (Μ) αυτός που υπέστη όλα τα είδη τών μαρτυρικών άθλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἄεθλος, επικ. και ιων. τ. του ἆθλος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”